Ο νιόπαντρος Γιωρίκας πήγε στη Γερμανία με τη γυναίκα του, να δουλέψουν. Δε βρήκε δουλεία για τη γυναίκα του. Κάποιος ενδιαφέρθηκε και του λέει:
- Στην Αμερική έχουν δουλεία για την γυναίκα σου.
Συμφώνησαν, η γυναίκα του έφυγε στην Αμερική όπου κ’ δούλευε εκεί.
Μετά από δυο χρόνια πήρε το πρώτο γράμμα. Διαβάζει και τι να δει; Έγραφε ότι κάνανε αγόρι. Ο Γιωρίκας από τη χαρά του κερνούσε τον κόσμο. Έπειτα από 3 χρόνια η γυναίκα του γύρισε στην Ελλάδα. Τότε τι να δει ο Γιωρίκας ; Βλέπει ένα μαύρο παιδί!
- Βρε συ, λέει, αυτό το παιδί πως έγινε μαύρο; Εγώ είμαι άσπρος κ’ εσύ είσαι άσπρη.
- Τι να σου πω, αυτό όταν ήταν μικρό δεν είχα γάλα να το δώσω και το έδωσα σε μια μαύρη, έτσι πήρε το χρώμα της.
- Βρε συ, αυτό πως έγινε μαύρο πάλη την λέει.
- Να πας να ρωτήσεις τη μάνα σου, τον είπε η γυναίκα του.
- Ο Γιωρίκας δεν έχασε καιρό , πήγε ρώτησε τη μάνα του.
- Αυτή η γυναίκα μου, με λέει, πως από τη μαύρη γυναίκα βύζαξε το μωρό και αυτό έγινε μαύρο,
Η μάνα του σκέφτηκε λίγο και μετά τον λέει:
- Αχ Γιωρίκα πουλί μ’, εγώ πα όντες έσνε μικρός ’κ’ είχα γάλα να βυζαλίζω σε, εδέκα σε ’ς σο χτήνον και για τα’ ατό ένουσνε ένα βούδ!
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
-ΑΧ Γιωρικα εγω οταν ησουν μικρος δεν ειχα γαλα να σε βυζαξω και σε εδωσα γαλα απο αγελαδα και γι'αυτο εγινες βοδι